ἀποκτάνῃ

  • 1ἀποκτάνῃ — ἀποκτείνω kill aor subj mp 2nd sg ἀποκτείνω kill aor subj act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων …

    Dictionary of Greek