ἀποκηρύξῃ

  • 1αποκήρυξη — η η απάρνηση δημόσια κάποιου πράγματος ή προσώπου: Η αποκήρυξη των ιδεών δεν ήταν πια αρκετή για τους νικητές …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 2αποκήρυξη — Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας προβλέπει τη διαδικασία με την οποία μπορεί ο σύζυγος να αποκηρύξει το παιδί που γέννησε η σύζυγός του, αποδεικνύοντας ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύλληψης ήταν αδύνατον να έχει συλλάβει από αυτόν. Ο νόμος… …

    Dictionary of Greek

  • 3ἀποκηρύξῃ — ἀποκηρύξηι , ἀποκήρυξις public announcement fem dat sg (epic) ἀποκηρύσσω offer aor subj mid 2nd sg ἀποκηρύσσω offer aor subj act 3rd sg ἀποκηρύσσω offer fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποκηρύξῃ , ἀποκηρύσσω offer futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4αποταγή — η (AM ἀποταγή) [αποτάσσω] 1. απάρνηση, αποκήρυξη 2. απομάκρυνση από κάτι, αποξένωση από περιουσιακά στοιχεία 3. αποκήρυξη του Σατανά και των έργων του από τον βαπτιζόμενο ή τον ανάδοχό του κατά την Κατήχηση, αμέσως πριν από το Βάπτισμα 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 5Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …

    Dictionary of Greek

  • 6ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… …

    Dictionary of Greek

  • 7αναθεματισμός — ο (Α αναθεματισμός) [ἀναθεματίζω] κατάρα (Εκκλ.) αποκήρυξη από την εκκλησιαστική κοινωνία, αφορισμός …

    Dictionary of Greek

  • 8απάρνηση — η (AM ἀπάρνησις, εως) πλήρης άρνηση, αποκήρυξη …

    Dictionary of Greek

  • 9απαρνησιά — η άρνηση, αποκήρυξη, εγκατάλειψη …

    Dictionary of Greek

  • 10απόρρησις — ἀπόρρησις, η (Α) [ρήσις] 1. απαγόρευση 2. άρνηση, αποποίηση, εγκατάλειψη ζητήματος 3. λύση ανακωχής 4. αποκήρυξη, αποκλήρωση 5. υποχώρηση …

    Dictionary of Greek