ἀποκηρύσσω
1αποκηρύσσω — αποκηρύσσω, αποκήρυξα βλ. πίν. 27 …
2αποκηρύσσω — και αποκηρύχνω ξα, χτηκα, γμένος, απαρνιέμαι, αποκληρώνω: Οι εκλογείς απειλούν ότι θα αποκηρύξουν τους βουλευτές της περιφέρειάς τους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3αποκηρύσσω — (AM ἀποκηρύσσω, Α κ. ττω) 1. απαρνούμαι, αποδοκιμάζω δημόσια 2. αρνούμαι την πατρότητα τέκνου, αποκληρώνω 3. εκκλ. αποκόπτω κάποιον από τη χριστιανική κοινότητα, τον αφορίζω νεοελλ. απαρνούμαι όσα δεχόμουν προηγουμένως αρχ. 1. γνωστοποιώ δημόσια… …
4ἀποκηρύξουσι — ἀποκηρύσσω offer aor subj act 3rd pl (epic) ἀποκηρύσσω offer fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποκηρύσσω offer fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀ̱ποκηρύξουσι , ἀποκηρύσσω offer futperf ind act masc/neut dat …
5ἀποκηρύξουσιν — ἀποκηρύσσω offer aor subj act 3rd pl (epic) ἀποκηρύσσω offer fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποκηρύσσω offer fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀ̱ποκηρύξουσιν , ἀποκηρύσσω offer futperf ind act masc/neut… …
6ἀποκηρύξομεν — ἀποκηρύσσω offer aor subj act 1st pl (epic) ἀποκηρύσσω offer fut ind act 1st pl ἀ̱ποκηρύξομεν , ἀποκηρύσσω offer futperf ind act 1st pl (doric aeolic) ἀποκηρύ̱ξομεν , ἀποκηρύσσω offer aor subj act 1st pl (epic) ἀποκηρύ̱ξομεν , ἀποκηρύσσω offer… …
7ἀποκηρυξάντων — ἀποκηρύσσω offer aor part act masc/neut gen pl ἀποκηρύσσω offer aor imperat act 3rd pl ἀποκηρῡξάντων , ἀποκηρύσσω offer aor part act masc/neut gen pl ἀποκηρῡξάντων , ἀποκηρύσσω offer aor imperat act 3rd pl …
8ἀποκηρυττομένων — ἀποκηρύσσω offer pres part mp fem gen pl (attic) ἀποκηρύσσω offer pres part mp masc/neut gen pl (attic) ἀποκηρῡττομένων , ἀποκηρύσσω offer pres part mp fem gen pl (attic) ἀποκηρῡττομένων , ἀποκηρύσσω offer pres part mp masc/neut gen pl (attic) …
9ἀποκηρυττόμενον — ἀποκηρύσσω offer pres part mp masc acc sg (attic) ἀποκηρύσσω offer pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic) ἀποκηρῡττόμενον , ἀποκηρύσσω offer pres part mp masc acc sg (attic) ἀποκηρῡττόμενον , ἀποκηρύσσω offer pres part mp neut nom/voc/acc sg… …
10ἀποκηρυττόντων — ἀποκηρύσσω offer pres part act masc/neut gen pl (attic) ἀποκηρύσσω offer pres imperat act 3rd pl (attic) ἀποκηρῡττόντων , ἀποκηρύσσω offer pres part act masc/neut gen pl (attic) ἀποκηρῡττόντων , ἀποκηρύσσω offer pres imperat act 3rd pl (attic) …