ἀποκηρύσσω

  • 91αποθνήσκω — (AM ἀποθνῄσκω, (Μ κ. ἀποθνήσκω) 1. πεθαίνω 2. σκοτώνομαι 3. αποχωρίζομαι οριστικά από κάτι, το αποκηρύσσω οριστικά («ἀπέθανε τῇ ἁμαρτίᾳ») αρχ. 1. πεθαίνω στα γέλια, πάω να σκάσω απ τα γέλια 2. φρ. «ἀποθνῄσκω τῷ δέει» πεθαίνω από τον φόβο μου.… …

    Dictionary of Greek

  • 92αποκήρυξη — Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας προβλέπει τη διαδικασία με την οποία μπορεί ο σύζυγος να αποκηρύξει το παιδί που γέννησε η σύζυγός του, αποδεικνύοντας ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύλληψης ήταν αδύνατον να έχει συλλάβει από αυτόν. Ο νόμος… …

    Dictionary of Greek

  • 93απορρίπτω — κ. απορίχνω, κ. ρίχτω (AM ἀπορρίπτω) 1. αρνούμαι να δεχθώ κάτι, δεν εγκρίνω 2. περιφρονώ κάποιον, αδιαφορώ για κάποιον μσν. νεοελλ. αναθέτω τη φροντίδα κάποιου πράγματος σε κάποιον νεοελλ. Ι. ( ρίπτω) (για μαθητές και σπουδαστές) δεν προάγω σε… …

    Dictionary of Greek

  • 94αποτάσσω — κ. τάζω κ. ποτάζω, τάσσω (AM ἀποτάσσω, Α κ. τάττω, Μ κ. ποτάσσω) 1. αποχωρίζω 2. ( ομαι) απαρνούμαι, αποκηρύσσω («ἀπετάξω τῷ Σατανᾷ; ἀπεταξάμην») μσν. νεοελλ. αποκτώ νεοελλ. (για αξιωματικό) τιμωρώ με απόταξη αρχ. μσν. εξουσιάζω αρχ. Ι. 1. αποσπώ …

    Dictionary of Greek

  • 95απόμνυμι — ἀπόμνυμι κ. ύω (Α) [όμνυμι κ. ύω] 1. ορκίζομαι ότι δεν θα κάνω κάτι 2. αρνούμαι με όρκο 3. (για τέκνα) αποκηρύσσω με όρκο 4. ορκίζομαι 5. ( ομαι) καταθέτω επίσημα …

    Dictionary of Greek

  • 96αρνούμαι — και νιέμαι (AM ἀρνοῡμαι, έομαι) 1. δεν παραδέχομαι κάτι σαν αληθινό 2. δεν αποδέχομαι κάτι που μου προσφέρεται 3. (αμτβ.) δεν συγκατατίθεμαι, δεν συμφωνώ 4. διακόπτω σχέσεις, αποκηρύσσω 5. αποκρούω, απορρίπτω 6. περιφρονώ, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 97αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… …

    Dictionary of Greek

  • 98ενυβρίζω — ἐνυβρίζω (AM) 1. κακολογώ, εμπαίζω 2. προσβάλλω, βλάπτω, εξευτελίζω μσν. αποδοκιμάζω, αποκηρύσσω με εξευτελιστικά λόγια αρχ. 1. φέρομαι υβριστικά σε κάποιον 2. παθ. ιατρ. (για πληγή) είμαι ερεθισμένος …

    Dictionary of Greek

  • 99εξαφήνω — και ξαφήνω (AM ἐξαφίημι Μ και ἐξαφήνω) [αφίημι] 1. αφήνω, εγκαταλείπω, παραλείπω («ολίγα γράμματα έμαθα και τότε τά εξαφήκα», «ἐξάφει τὰ συχνὰ λουτρά») 2. αφήνω, λύνω, χαλαρώνω τα δεσμά μσν. νεοελλ. 1. εγκαταλείπω, παρατώ 2. αποκηρύσσω νεοελλ. 1 …

    Dictionary of Greek

  • 100οστρακίζω — (ΑΜ ὀστρακίζω) [όστρακον] (στην αρχ. Αθήνα) εξορίζω κάποιον γράφοντας το όνομά του σε όστρακο, σε θραύσμα πήλινου αγγείου, εξοστρακίζω («Μιλτιάδην τὸν Κίμωνος ὠστρακισμένον», Ανδοκ.) μσν. (σχετικά με τους οπαδούς τού χριστιανισμού) αποβάλλω από… …

    Dictionary of Greek