ἀποκηρύσσω
81ἀπεκήρυξ' — ἀπεκήρῡξα , ἀποκηρύσσω offer aor ind act 1st sg ἀπεκήρῡξε , ἀποκηρύσσω offer aor ind act 3rd sg …
82ἀπεκήρυττον — ἀπεκήρῡττον , ἀποκηρύσσω offer imperf ind act 3rd pl (attic) ἀπεκήρῡττον , ἀποκηρύσσω offer imperf ind act 1st sg (attic) …
83ἀποκεκηρυγμένων — ἀποκεκηρῡγμένων , ἀποκηρύσσω offer perf part mp fem gen pl ἀποκεκηρῡγμένων , ἀποκηρύσσω offer perf part mp masc/neut gen pl …
84ἀποκηρύξας — ἀποκηρύξᾱς , ἀποκηρύσσω offer aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀποκηρύ̱ξᾱς , ἀποκηρύσσω offer aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
85ἀποκηρύξασα — ἀποκηρύξᾱσα , ἀποκηρύσσω offer aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀποκηρύ̱ξᾱσα , ἀποκηρύσσω offer aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
86ἀποκηρύττοι — ἀποκηρύττοῑ , ἀποκηρύσσω offer pres opt act 3rd sg (attic) ἀποκηρύ̱ττοῑ , ἀποκηρύσσω offer pres opt act 3rd sg (attic) …
87αναίνομαι — ἀναίνομαι (Α) 1. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι, αποκρούω, απορρίπτω με περιφρόνηση ή βδελυγμία 2. απαρνούμαι, αποκηρύσσω, δεν αναγνωρίζω 3. αποφεύγω να κάνω κάτι 4. ντρέπομαι, δυσανασχετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + αἴνομαι «βεβαιώνω, δέχομαι,… …
88αναθεματίζω — (Α ἀναθεματίζω) 1. καταριέμαι, βλασφημώ 2. (παθ. μτχ.) αναθεματισμένος, η, ο (αρχ. μσν. ἀνατεθεματισμένος, η, ον) ο άξιος κατάρας ή αποστροφής, καταραμένος (Εκκλ.) παραδίδω κάποιον στο ανάθεμα, αποκηρύσσω, καταδικάζω, αφορίζω αρχ. προσφέρω ως… …
89απαρνούμαι — κ. απαρνιέμαι (ΑΜ ἀπαρνοῦμαι, έομαι) αρνούμαι τελείως κάτι, αποκηρύσσω, απορρίπτω, εγκαταλείπω νεοελλ. φρ. «απαρνούμαι τα εγκόσμια» περιβάλλομαι το μοναχικό ή ιερατικό σχήμα αρχ. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι …
90απείπον — ἀπεῑπον (Α) 1. μιλώ ελεύθερα, αποκαλύπτω 2. αρνούμαι 3. απαγορεύω 4. απορρίπτω, δεν αναγνωρίζω, αποκηρύσσω, παρατώ 5. (αμτβ.) αποκάμνω, καταβάλλομαι, εξαντλούμαι 6. ενδίδω, υποχωρώ 7. έχω έλλειψη, είμαι ελλιπής 8. αποτυγχάνω, υπολείπομαι 9. (το… …