ἀποκηρύσσω
101προαπαγορεύω — ΝΑ απαγορεύω κάτι εκ τών προτέρων ως παράνομο αρχ. 1. κουράζομαι πριν από το τέλος («νῡν δὲ με τὸ γῆρας ἐμποδίζει καὶ ποιεῑ προαπαγορεύειν», Ισοκρ.) 2. (για επιγραφές) εξαφανίζομαι εκ τών προτέρων 3. μέσ. προαπαγορεύομαι απαρνούμαι, αποκηρύσσω… …
102συναποκηρύσσω — Α αποκηρύσσω συγχρόνως …
103υπαναχωρώ — ὑπαναχωρῶ, έω, ΝΑ [αναχωρώ] αποχωρώ βαθμηδόν ή κρυφά («ἐκ τῆς ἀγορᾱς ὑπανεχώρησεν», Διον. Αλ.) νεοελλ. 1. αποκηρύσσω τις διακηρυγμένες ιδέες μου 2. διαλύω μονομερώς συμφωνία ή σύμβαση …
104απαρνιέμαι — ήθηκα, ημένος, αποκηρύσσω κάτι που δεχόμουν πρωτύτερα: Δύσκολο πράμα ν απαρνηθεί κανείς γονείς και πατρίδα· φρ. «απαρνήθηκε τα εγκόσμια», έγινε κληρικός ή καλόγερος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
105αφορίζω — όρισα και όρεσα, ίστηκα, ορισμένος και ορεσμένος, απομακρύνω, αποκηρύσσω· ειδικότερα αποκλείω κάποιον χριστιανό με επίσημη πράξη από τη χριστιανική Εκκλησία: H Εκκλησία αφόρισε το Λασκαράτο και το Ροΐδη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
106ἀπεκεκήρυκτο — ἀπεκεκήρῡκτο , ἀποκηρύσσω offer plup ind mp 3rd sg …
107ἀπεκηρύξαμεν — ἀπεκηρύ̱ξαμεν , ἀποκηρύσσω offer aor ind act 1st pl …
108ἀπεκηρύξατε — ἀπεκηρύ̱ξατε , ἀποκηρύσσω offer aor ind act 2nd pl …
109ἀπεκηρύττετο — ἀπεκηρύ̱ττετο , ἀποκηρύσσω offer imperf ind mp 3rd sg (attic) …
110ἀπεκηρύττομεν — ἀπεκηρύ̱ττομεν , ἀποκηρύσσω offer imperf ind act 1st pl (attic) …