ἀποθήκη
1αποθήκη — η (AM ἀποθήκη) [αποτίθημι] καλυμμένος χώρος προορισμένος για τη διαφύλαξη εμπορευμάτων ή άλλων ειδών νεοελλ. 1. ιδιαίτερος χώρος οχήματος, πλοίου, αμαξοστοιχίας, αεροπλάνου, όπου φυλάσσονται οι αποσκευές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αρχ. 1.… …
2αποθήκη — η τόπος που βάζουν πράγματα για φύλαξη: Για να γίνεται καλά η δουλειά του χρειαζόταν μια μεγαλύτερη αποθήκη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ἀποθήκη — ἀ̱ποθήκη , ἀποθέω run away plup ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱ποθήκη , ἀποθέω run away plup ind act 1st sg (doric aeolic) ἀποθήκη any place wherein to lay up fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4ἀποθήκῃ — ἀ̱ποθήκῃ , ἀποθέω run away perf subj act 3rd sg (doric aeolic) ἀποθήκη any place wherein to lay up fem dat sg (attic epic ionic) …
5αποθήκη θερμότητας — Σύστημα απομονωμένο από άλλα συστήματα, που βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας και έχει τέτοιο μέγεθος, ώστε κατά τη διεργασία αποκατάστασης θερμικής ισορροπίας με άλλο σύστημα να μπορεί να απορροφήσει μεγάλες ποσότητες ενέργειας χωρίς να… …
6Αποθήκη των ωφελίμων γνώσεων — Μηνιαίο περιοδικό Αμερικανών ιεραποστόλων που κυκλοφορούσε στα ελληνικά στη Σμύρνη (1837 44). Η ύλη του ήταν καθαρά εγκυκλοπαιδική, γι’ αυτό και το περιοδικό γνώρισε πολλές ανατυπώσεις τόμων ή άρθρων του …
7Αποθήκη των ωφελίμων και τερπνών γνώσεων — Εικονογραφημένο μηνιαίο περιοδικό που ιδρύθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1847 και εκδόθηκε έως το τέλος του 1848. Διευθυντής και εκδότης του περιοδικού ήταν ο Ιάκωβος Πιτζιπιός από τη Χίο. Το περιοδικό δημοσίευε εγκυκλοπαιδικού περιεχομένου… …
8ἀποθηκῶν — ἀποθήκη any place wherein to lay up fem gen pl …
9ἀποθῆκαι — ἀποθήκη any place wherein to lay up fem nom/voc pl …
10ἀποθήκαις — ἀποθήκη any place wherein to lay up fem dat pl …