ἀποθεραπεία
1ἀποθεραπεία — ἀποθεραπείᾱ , ἀποθεραπεία regular worship fem nom/voc/acc dual ἀποθεραπείᾱ , ἀποθεραπεία regular worship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀποθεραπείᾳ — ἀποθεραπείᾱͅ , ἀποθεραπεία regular worship fem dat sg (attic doric aeolic) …
3αποθεραπεία — η (Α ἀποθεραπεία) συμπλήρωση της θεραπείας, η πλήρης θεραπεία αρχ. 1. η λατρεία των θεών 2. περιποίηση του σώματος μετά τη γυμναστική …
4αποθεραπεία — η η συμπλήρωση της θεραπείας: Για την αποθεραπεία χρειάζονταν αρκετά ακόμη χρήματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀποθεραπείας — ἀποθεραπείᾱς , ἀποθεραπεία regular worship fem acc pl ἀποθεραπείᾱς , ἀποθεραπεία regular worship fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἀποθεραπείαν — ἀποθεραπείᾱν , ἀποθεραπεία regular worship fem acc sg (attic doric aeolic) …
7ἀποθεραπειῶν — ἀποθεραπεία regular worship fem gen pl …
8κόρυζα — Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό,… …
9σκαπουλάρισμα — το, Ν [σκαπουλάρω] 1. δραπέτευση, διαφυγή 2. γλυτωμός, διάσωση 3. (για άρρωστο) απρόσμενη αποθεραπεία …
10αλείπται ή αλείπτες — Έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες όσους ασχολούνταν με το άλειμμα των αθλητών με λάδι, σκοπός του οποίου ήταν να κάνει τα σώματά τους πιο ευλύγιστα και ευκίνητα. Μετά το λάδι έριχναν πάνω τους και ψιλή σκόνη ή άμμο. Η εργασία αυτή γινόταν πριν και …