ἀποθέμενος
1ἀποθέμενος — ἀποτίθημι put away aor part mid masc nom sg …
2отъложити — ОТЪЛОЖ|ИТИ (147), ОУ, ИТЬ гл. 1.Отложить (в сторону): да пламеньноѥ ѡружьѥ ѿложить бранѧщеѥ чл҃вкмъ входа в раи. КТур XII сп. XIV2, 252 об.; ѿими нѣчто чреву. дх҃мь ос҃ти. въсхыти нѣчто ѿ огнѧ. ѿложи далече ѿтолѣ по˫адающаго пламене. (ἀπόϑου) ГБ… …
3κινάβρα — η (Α κινάβρα) 1. η ιδιάζουσα οσμή τών τράγων, τραγίλα 2. (για πρόσ.) η μυρωδιά τού ιδρώτα αρχ. 1. η γενειάδα («ἀνθρωπινώτερος νῡν ἀναπέφηνας άποθέμενος σαυτοῡ τήν κινάβραν», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Φώτ.) α) μικρολογία β) τα περιττώματα γ) το πυκνό …
4λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …