ἀπογυμνώσει

  • 1ἀπογυμνώσει — ἀπογύμνωσις stripping bare fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπογυμνώσεϊ , ἀπογύμνωσις stripping bare fem dat sg (epic) ἀπογύμνωσις stripping bare fem dat sg (attic ionic) ἀπογυμνόω strip bare aor subj act 3rd sg (epic) ἀπογυμνόω strip bare fut… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …

    Dictionary of Greek

  • 3Κολοράντο — I (Colorado). Πολιτεία (269.595 τ. χλμ., 4.417.714 κάτ. το 2001) των κεντροδυτικών ΗΠΑ, με πρωτεύουσα το Ντένβερ. Συνορεύει στα Β με το Γουαϊόμινγκ και τη Νεμπράσκα, στα Α με τη Νεμπράσκα και το Κάνσας, στα Ν με την Οκλαχόμα και το Νιου Μέξικο… …

    Dictionary of Greek