ἀπογίγνομαι
61ἀπογίνηται — ἀπογίγνομαι to be away from pres subj mp 3rd sg (ionic) …
62ἀπογίνοιντο — ἀπογίγνομαι to be away from pres opt mp 3rd pl (ionic) …
63ἀπογίνοιτο — ἀπογίγνομαι to be away from pres opt mp 3rd sg (ionic) …
64ἀπογίνομαι — ἀπογίγνομαι to be away from pres ind mp 1st sg (ionic) …
65ἀπογίνονται — ἀπογίγνομαι to be away from pres ind mp 3rd pl (ionic) …
66ἀπογινομένας — ἀπογινομένᾱς , ἀπογίγνομαι to be away from pres part mp fem acc pl (ionic) ἀπογινομένᾱς , ἀπογίγνομαι to be away from pres part mp fem gen sg (doric ionic aeolic) …
67γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …
68συναπογίγνομαι — ΜΑ 1. απουσιάζω ή εκλείπω μαζί με άλλον («εἰ δ ἄπεστι ταῡτα, κἀκεῑνα συναπογίγνεται», Ανών.) 2. παράγομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπογίγνομαι «απουσιάζω»] …
69συναπεγενήθη — σύν ἀπογίγνομαι to be away from aor ind pass 3rd sg …
70συναπογενηθῆναι — σύν ἀπογίγνομαι to be away from aor inf pass …