ἀποβιβάζει
1ἀποβιβάζει — ἀποβιβάζω make to get off pres ind mp 2nd sg ἀποβιβάζω make to get off pres ind act 3rd sg ἀποβιβάζω make to get off pres ind mp 2nd sg ἀποβιβάζω make to get off pres ind act 3rd sg …
2Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …
3αρματαγωγό — το πολεμικό πλοίο, ειδικά κατασκευασμένο ώστε να μεταφέρει στο κύτος του και να αποβιβάζει από την πλώρη του άρματα μάχης …
4αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …
5Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… …
6αρματαγωγό — το πολεμικό πλοίο κατάλληλο να μεταφέρει και να αποβιβάζει άρματα μάχης στις αποβατικές επιχειρήσεις: Οι στόλοι διαθέτουν σήμερα αρκετά αρματαγωγά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)