ἀποβιβάζω

  • 31εκβαίνω — και βγαίνω (AM ἐκβαίνω) 1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.) 2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ 3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» ξεπερνάω τα όρια τού ανεκτού ή τού επιτρεπτού μσν. (για νερό) αναβλύζω αρχ. μσν.… …

    Dictionary of Greek

  • 32εκβιβάζω — ἐκβιβάζω (AM) εκτελώ δικαστική απόφαση αρχ. 1. αναγκάζω κάτι που κινείται ν αλλάξει την πορεία του, ιδίως εκτρέπω ποταμό από την κοίτη του 2. φέρνω κάτι στο τέρμα 3. παρασύρω 4. (για πλοίο) αποβιβάζω, ξεφορτώνω 5. αναγκάζω κάποιον να πάρει μέρος… …

    Dictionary of Greek

  • 33εκθέτω — (AM ἐκτίθημι) 1. θέτω έξω, τοποθετώ σε υπαίθριο μέρος 2. εγκαταλείπω νεογέννητο βρέφος 3. αφηγούμαι με λεπτομέρειες προφορικά ή εγγράφως νεοελλ. 1. θέτω σε κοινή θέα 2. τοποθετώ κάτι ως έκθεμα σε έκθεση («θα εκθέσει τα έργα του στο Παρίσι») 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 34εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… …

    Dictionary of Greek

  • 35κέλλω — και ὀκέλλω (Α) 1. προχωρώ, ξεκινώ, κινώ προς τα εμπρός 2. οδηγώ πλοίο στην ξηρά 3. κάνω να εξαχθεί κάτι στην ξηρά, αποβιβάζω 4. (αμτβ.) (για πλοίο ή ναύτες) έρχομαι στην ακτή ή στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, αράζω 5. κινώ 6. τρέχω… …

    Dictionary of Greek

  • 36κατατίθημι — (AM) μσν. μέσ. κατατίθεμαι α) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι β) συμφωνώ, δέχομαι γ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπου μσν. αρχ. ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζω αρχ. 1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω 2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος …

    Dictionary of Greek

  • 37μετεξαιρούμαι — μετεξαιροῡμαι, έομαι (Α) 1. μετεντίθεμαι* 2. αποβιβάζω φορτίο στην παραλία για να τό μεταφορτώσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐξαιροῦμαι «εκβάλλομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 38ξεμπαρκάρω — 1. αποβιβάζω επιβάτες ή εμπορεύματα με βάρκα από πλοίο 2. αποβιβάζομαι από πλοίο 3. (για ναυτικό) διακόπτω την εργασία που είχα σε πλοίο, εγκαταλείπω το ναυτικό επάγγελμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + μπαρκάρω] …

    Dictionary of Greek

  • 39ξεμπαρκάρω — ξεμπάρκαρα και ξεμπαρκάρισα, ξεμπαρκαρίστηκα, ξεμπαρκαρισμένος 1. μτβ., για πρόσωπα και εμπορεύματα, βγάζω από το πλοίο στη στεριά, αποβιβάζω: Σήμερα θα ξεμπαρκάρουμε το εμπόρευμα. 2. αμτβ., αποβιβάζομαι: Το πρωί θα ξεμπαρκάρουμε στη Θεσσαλονίκη …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)