ἀποβιβάζω
21ἀπεβίβασαν — ἀποβιβάζω make to get off aor ind act 3rd pl …
22ἀπεβίβασε — ἀποβιβάζω make to get off aor ind act 3rd sg …
23ἀπεβίβασεν — ἀποβιβάζω make to get off aor ind act 3rd sg …
24ἀποβιβάσαι — ἀποβιβά̱σᾱͅ , ἀποβιβάζω make to get off fut part act fem dat sg (doric) ἀποβιβά̱σᾱͅ , ἀποβιβάζω make to get off fut part act fem dat sg (attic doric) ἀποβιβάζω make to get off aor inf act ἀποβιβάσαῑ , ἀποβιβάζω make to get off aor opt act 3rd sg …
25ἀποβιβάσας — ἀποβιβά̱σᾱς , ἀποβιβάζω make to get off fut part act fem acc pl (doric) ἀποβιβά̱σᾱς , ἀποβιβάζω make to get off fut part act fem gen sg (doric) ἀποβιβά̱σᾱς , ἀποβιβάζω make to get off fut part act fem acc pl (attic doric) ἀποβιβά̱σᾱς ,… …
26ἀποβιβάσασ' — ἀποβιβάσᾱσα , ἀποβιβάζω make to get off aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀποβιβάσᾱσα , ἀποβιβάζω make to get off aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀποβιβάσᾱσι , ἀποβιβάζω make to get off aor part act masc/neut dat pl …
27ἀποβιβάσασα — ἀποβιβάσᾱσα , ἀποβιβάζω make to get off aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀποβιβάσᾱσα , ἀποβιβάζω make to get off aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
28αποβίβαση — η η έξοδος ή η εκφόρτωση από το πλοίο στην προκυμαία ή από άλλο συγκοινωνιακό μέσο σε κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποβιβάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία] …
29αποβαίνω — (AM ἀποβαίνω) 1. καταλήγω, καταντῶ 2. καθίσταμαι, γίνομαι, αποδεικνύομαι αρχ. 1. αποβιβάζομαι 2. φεύγω, αναχωρῶ 3. (για πρόσωπα) καταντῶ, γίνομαι 4. (για ελπίδες) αποτυγχάνω, διαψεύδομαι 5. επιτυγχάνω 6. πραγματοποιοῡμαι, επαληθεύω 7. (μτβ.)… …
30βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …