ἀποβαδίζω
1αποβαδίζω — ἀποβαδίζω (Α) αποχωρώ, φεύγω …
2ἀποβαδίζειν — ἀποβαδίζω go away pres inf act (attic epic) …
3βαδίζω — (AM βαδίζω) 1. κινούμαι, προχωρώ με προβολή του ενός ποδιού και στήριξη του άλλου στο έδαφος, εναλλάξ, σε κανονικό ρυθμό 2. κατευθύνομαι νεοελλ. 1. συμπεριφέρομαι, ενεργώ («καλά βαδίζει») 2. φρ. «βαδίζω επί τα ίχνη κάποιου» ή «βαδίζω στ αχνάρια… …