ἀπηλιαστής
1απηλιαστής — ἀπηλιαστής, ο (Α) (κωμική λέξη του Αριστοφάνη με διπλή σημασία) α) αυτός που δεν παίρνει μέρος στις συνεδριάσεις της Ηλιαίας, εχθρός του νόμου β) (από λογοπαίγνιο με τη λ. ήλιος) αυτός που δεν του αρέσει να εκτίθεται στον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την α… …
2ἀπηλιαστής — one who keeps away from the masc nom sg …
3ἀπηλιασταί — ἀπηλιαστής one who keeps away from the masc nom/voc pl …
4ἀπηλιαστά — ἀπηλιαστά̱ , ἀπηλιαστής one who keeps away from the masc nom/voc/acc dual ἀπηλιαστής one who keeps away from the masc voc sg ἀπηλιαστής one who keeps away from the masc nom sg (epic) …