1απερωεύς — ἀπερωεύς ( έως), ο (Α) [απερωέω] αυτός που προβάλλει εμπόδια, που παρεμποδίζει …
Dictionary of Greek
2ἀπερωεύς — thwarter masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)