ἀπεριμερίμνως
1απεριμερίμνως — ἀπεριμερίμνως επίρρ. (Α) ασυλλόγιστα, αστόχαστα …
2ἀπεριμερίμνως — ἀπεριμέριμνος unthinkingly adverbial ἀπεριμέριμνος unthinkingly masc/fem acc pl (doric) …
1απεριμερίμνως — ἀπεριμερίμνως επίρρ. (Α) ασυλλόγιστα, αστόχαστα …
2ἀπεριμερίμνως — ἀπεριμέριμνος unthinkingly adverbial ἀπεριμέριμνος unthinkingly masc/fem acc pl (doric) …