1απεννέπω — ἀπεννέπω κ. ἀπενέπω (Α) 1. απαγορεύω, δεν επιτρέπω 2. αποδοκιμάζω, αποστέργω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + εννέπω ή ενέπω «λέγω, αποτείνω τον λόγο»] …
Dictionary of Greek
2ἀπεννέπω — ἀπενέπω pres subj act 1st sg ἀπενέπω pres ind act 1st sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)