ἀπειρόκαλος προσέδοξεν εἶναι

  • 1προσδοκώ — (I) προσδοκῶ, άω, ΝΜΑ, ιων. τ. προσδοκέω Α περιμένω να συμβεί κάτι ευχάριστο, ελπίζω («προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῡ μέλλοντος αἰῶνος», Σύμβ. Πίστ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) το προσδοκώμενο κατηγορία τού συντακτικού… …

    Dictionary of Greek