ἀπειλῇ
1ἀπειλή — boastful promises fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2απειλή — (Νομ.). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών εκείνον που απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βαθμό τέτοιο που να του δημιουργεί τρόμο ή ανησυχία. Στοιχείο του αδικήματος αυτού δεν είναι η άσκηση… …
3ἀπειλῇ — ἀπειλέω keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλέω keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλέω keep away pres subj act 3rd sg ἀπειλέω 1 keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλέω 1 keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλέω 1 keep away pres subj act 3rd sg ἀπειλέω 2… …
4απειλή — η φοβέρισμα, εκφοβισμός: Άφησε τις απειλές και άρχισε τις υποσχέσεις …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀπειλῆι — ἀπειλῇ , ἀπειλέω keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω keep away pres subj act 3rd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω 1 keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω 1 keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλῇ …
6ἀπειλαῖς — ἀπειλή boastful promises fem dat pl …
7ἀπειλαί — ἀπειλή boastful promises fem nom/voc pl …
8ἀπειλᾷ — ἀπειλή boastful promises fem dat sg (doric aeolic) …
9ἀπειλήν — ἀπειλή boastful promises fem acc sg (attic epic ionic) …
10Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …