1ἀπατάων — ἀπατά̱ων , ἀπάτη trick fem gen pl (epic aeolic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2κλόπιος — κλόπιος, ία, ον (AM) [κλοπός] απατηλός, δόλιος («λήξειν ἀπατάων μύθων τε κλοπίων», Ομ. Οδ.) …
Dictionary of Greek