ἀπαράβατος
1ἀπαράβατος — unalterable masc/fem nom sg …
2απαράβατος — η, ο (AM ἀπαράβατος, ον) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί ή δεν πρέπει κανείς να παραβεί αρχ. 1. αυτός που δεν μεταβιβάζεται σε άλλον, ο σταθερός 2. όποιος δεν παραβαίνει κάτι …
3απαράβατος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να παραβεί: Ο λόγος, άμα δοθεί, είναι απαράβατος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀπαραβάτως — ἀπαράβατος unalterable adverbial ἀπαράβατος unalterable masc/fem acc pl (doric) …
5ἀπαράβατον — ἀπαράβατος unalterable masc/fem acc sg ἀπαράβατος unalterable neut nom/voc/acc sg …
6ἀπαραβάτοις — ἀπαράβατος unalterable masc/fem/neut dat pl …
7ἀπαραβάτου — ἀπαράβατος unalterable masc/fem/neut gen sg …
8ἀπαραβάτους — ἀπαράβατος unalterable masc/fem acc pl …
9ἀπαραβάτων — ἀπαράβατος unalterable masc/fem/neut gen pl …
10ἀπαραβάτῳ — ἀπαράβατος unalterable masc/fem/neut dat sg …
- 1
- 2