ἀπαρχή
1ἀπαρχῇ — ἀπαρχή beginning of a sacrifice fem dat sg (attic epic ionic) …
2ἀπαρχή — beginning of a sacrifice fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3απαρχή — η (AM ἀπαρχή) αρχή, έναρξη αρχ. μσν. (ιδίως στον πληθ.) 1. έναρξη θυσίας, η πρώτη προσφορά, η προσφορά των πρώτων καρπών της συγκομιδής 2. συμπόσιο 3. το πρώτο και καλύτερο μέρος κάθε πράγματος …
4απαρχή — η 1. αρχή, έναρξη: Η διάσπαση του ατόμου θεωρείται ως η απαρχή μιας καινούριας εποχής. 2. κυρίως στον πληθ., απαρχές οι πρώτοι διαλεχτοί καρποί που προσφέρονταν στην αρχαιότητα στους θεούς: Στη Δήμητρα και την Κόρη πρόσφερναν τις απαρχές των… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀπάρχη — ἀπάρχης official masc voc sg …
6ἀπάρχῃ — ἀπάρχης official masc dat sg (attic epic ionic) ἀπάρχω lead the way pres subj mp 2nd sg ἀπάρχω lead the way pres ind mp 2nd sg ἀπάρχω lead the way pres subj act 3rd sg …
7ἀπαρχῆι — ἀπαρχῇ , ἀπαρχή beginning of a sacrifice fem dat sg (attic epic ionic) …
8ἀπαρχαῖς — ἀπαρχή beginning of a sacrifice fem dat pl …
9ἀπαρχαί — ἀπαρχή beginning of a sacrifice fem nom/voc pl …
10ἀπαρχῆς — ἀπαρχή beginning of a sacrifice fem gen sg (attic epic ionic) …