ἀπαραίτητος
1ἀπαραίτητος — not to be moved by prayer masc/fem nom sg …
2απαραίτητος — η, ο (AM ἀπαραίτητος, ον) [παραιτούμαι] αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς νά αποφύγει ή να παραλείψει («οι απαραίτητες ενέργειες», «η συνδρομή του είναι απαραίτητη») νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει παραιτηθεί από κάποια θέση, εντολή ή αξίωμα 2.… …
3απαραίτητος, -η — ο επίρρ. α απόλυτα αναγκαίος: Στην υπόθεση αυτή η βοήθειά σου είναι απαραίτητη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀπαραιτήτως — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer adverbial ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem acc pl (doric) …
5ἀπαραίτητον — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem acc sg ἀπαραίτητος not to be moved by prayer neut nom/voc/acc sg …
6ἀπαραιτήτοις — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem/neut dat pl …
7ἀπαραιτήτου — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem/neut gen sg …
8ἀπαραιτήτους — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem acc pl …
9ἀπαραιτήτων — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem/neut gen pl …
10ἀπαραιτήτῳ — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem/neut dat sg …