ἀπαί
1απαί — ἀπαὶ (ποιητ.) (Α) από. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ποιητ. τ. απαί σχηματίστηκε από το από αναλογικά προς το υπαί: υπό] …
2ἀπαί — ἀπό ápa poetic indeclform (prep) …
3ἄπαι — ἄπαις childless masc/fem voc sg …
4ἄπ' — ἄπαι , ἄπαις childless masc/fem voc sg ἄπο , ἀπό ápa indeclform (prep) …
5ἄφ' — ἄπαι , ἄπαις childless masc/fem voc sg ἄπο , ἀπό ápa indeclform (prep) …
6από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …
7Τόνγκα — Tα νησιά Tόνγκα ή των Φίλων (Friendly Islands), όπως τα ονόμασαν οι Eυρωπαίοι που αποβιβάστηκαν εκεί το 18ο αιώνα, είναι ένα σύνολο 169 μεγάλων και μικρών νησιών στο νότιο Eιρηνικό, στα βόρεια του Tροπικού του Aιγόκερω, ανάμεσα στις 173o και 176o …
8'π' — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) ἀπαί , ἀπό ápa poetic indeclform (prep) ἐπί , ἐπί being upon indeclform (prep) …
9'φ' — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) ἀπαί , ἀπό ápa poetic indeclform (prep) ἐπί , ἐπί being upon indeclform (prep) …
10.απ' — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) ἀπαί , ἀπό ápa poetic indeclform (prep) ἐπί , ἐπί being upon indeclform (prep) …
- 1
- 2