ἀπίθᾰνος
1ἀπίθανος — incredible masc/fem nom sg …
2απίθανος — η, ο (AM ἀπίθανος, ον) (για πράγματα) ο μη πιθανός, μη ευλογοφανής, απίστευτος νεοελλ. (για πρόσωπα μτφ.) εξαίρετος, θαυμάσιος αρχ. (για πρόσωπα) 1. αυτός που δεν γίνεται εύκολα πιστευτός 2. αυτός που δεν πείθει τους άλλους …
3απίθανος, -η — ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι πιθανός, απίστευτος: Απίθανη θεωρείται η είδηση ότι θα δοθεί νέα αύξηση μισθών και ημερομισθίων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀπιθανώτερον — ἀπίθανος incredible masc acc comp sg ἀπίθανος incredible neut nom/voc/acc comp sg ἀπίθανος incredible adverbial …
5ἀπιθανώτατα — ἀπίθανος incredible adverbial superl ἀπίθανος incredible neut nom/voc/acc superl pl …
6ἀπιθανώτατον — ἀπίθανος incredible masc acc superl sg ἀπίθανος incredible neut nom/voc/acc superl sg …
7ἀπιθάνως — ἀπίθανος incredible adverbial ἀπίθανος incredible masc/fem acc pl (doric) …
8ἀπίθανον — ἀπίθανος incredible masc/fem acc sg ἀπίθανος incredible neut nom/voc/acc sg …
9ἀπιθανωτάτη — ἀπίθανος incredible fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …
10ἀπιθανωτάτους — ἀπίθανος incredible masc acc superl pl …