ἀπέχει

  • 61ήλεκτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Αγαμέμνονα, όπως διαδόθηκε μέσω της ποιητικής παράδοσης. Οι Έλληνες τραγικοί (ο Αισχύλος στις Χοηφόρους, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης στην Ηλέκτρα) διέδωσαν τον μύθο κατά τον οποίο η Η. εκδικείται την… …

    Dictionary of Greek

  • 62ίντεξ — (Ιndex). Ο επίσημος κατάλογος απαγορευμένων βιβλίων (index librorum prohibitorum) της Καθολικής Εκκλησίας, όπως αναφέρεται διεθνώς. Εκτός από ορισμένες περιπτώσεις, η Καθολική Εκκλησία απαγορεύει στους πιστούς της να κατέχουν ή να διαβάζουν τα… …

    Dictionary of Greek

  • 63αβόλα — Πόλη(31.100 κάτ. το 2002) της Ιταλίας, στην επαρχία των Συρακουσών. Η πόλη ανοικοδομήθηκε μετά τον σεισμό του 1963. Στην περιοχή της υπάρχουν μεγάλα εκτροφεία βοοειδών. Η Α. απέχει 37 χλμ. περίπου από το Ιόνιο πέλαγος. Στην περιοχή αυτή βρίσκεται …

    Dictionary of Greek

  • 64αερογέφυρα — η Στρ. σύστημα οργανώσεως αεροπορικών μεταφορών για τη διακίνηση προσωπικού και υλικών από μια περιοχή σε άλλη που απέχει σημαντική απόσταση …

    Dictionary of Greek

  • 65ακρίτας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 245 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στα Ν της Δοϊράνης κοντά στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δοϊράνης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.030 μ., 134 κάτ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 66αντίβλημα — Ιδιαίτερος τύπος βλήματος, εφοδιασμένος με θερμοπυρηνική κεφαλή, ικανός να καταστρέφει ή να επιφέρει βλάβες, κατά τη διάρκεια πτήσης, στους κώνους των διηπειρωτικών βαλλιστικών βλημάτων. Λέγεται και αντιπύραυλος. Πρόκειται, κατά κανόνα, για βλήμα …

    Dictionary of Greek

  • 67αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …

    Dictionary of Greek

  • 68αποχή — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α …

    Dictionary of Greek

  • 69από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …

    Dictionary of Greek

  • 70αφήλιο — (Αστρον.). Το σημείο στο οποίο ένας πλανήτης διαγράφοντας την ελλειπτική τροχιά του προσεγγίζει τη μέγιστη απόσταση από τον Ήλιο. Το α. είναι το αντίθετο του περιηλίου, το οποίο βρίσκεται στο άλλο άκρο του μέγιστου άξονα της έλλειψης. Στο α. η… …

    Dictionary of Greek