ἀπέχει

  • 121συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …

    Dictionary of Greek

  • 122συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …

    Dictionary of Greek

  • 123σωτηρία — I Ρωμαϊκή θεότητα (Salus). Η πρώτη αναφορά της γίνεται στα έπη των Σαλίων, μαζί με της Ειρήνης και της Ομόνοιας. Οι τρεις αυτές θεές προστάτευαν την κοινωνία και την πολιτεία. Αργότερα ταυτίστηκε με τη θεά Τύχη (Fortuna) και στον 3o π.Χ. αι.… …

    Dictionary of Greek

  • 124τήλε — Α επίρρ. 1. μακριά (α. «τῆλε πρὸς δυσμάς», Αισχύλ. β. «θέων δ ἐκίχανεν ἑταίρους ὦκα μάλ , οὔ πω τῆλε, ποσὶ κραιπνοῑσι μετασπών», Ομ. Ιλ.) 2. σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο (α. «τῆλε πάτρας», Πίνδ. β. «τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης», Ομ. Ιλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 125ταυτόχρονος — η, ο, Ν 1. αυτός που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή με κάποιον άλλον, σύγχρονος 2. αυτός που έχει την ίδια χρονική διάρκεια με άλλον, ισόχρονος 3. φυσ. αυτός που γίνεται σε ίσους χρόνους, που απέχει κατά ίσα χρονικά διαστήματα από άλλον… …

    Dictionary of Greek

  • 126τηλέπορος — ον, Α 1. αυτός που πορεύεται ή φθάνει μακριά («τηλέπορον βλήμα», Λυρ. Αδέσπ.) 2. αυτός που βρίσκεται πολύ μακριά, αυτός που απέχει πολύ, ή αυτός που εκτείνεται σε μεγάλο μήκος (α. «τηλεπόροις δ ἐν ἄντροις», Σοφ. β. «τηλέπορος ᾅδης», Ορφ. Ύμν.).… …

    Dictionary of Greek

  • 127τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …

    Dictionary of Greek

  • 128τρισχιδής — ές, ΝΜΑ σχισμένος στα τρία, διαιρεμένος στα τρία νεοελλ. φρ. «τρισχιδές νεφέλωμα» αστρον. λαμπρό, διάχυτο νεφέλωμα, που βρίσκεται μέσα στα όρια τού αστερισμού τού Τοξότη, που απέχει από τη Γη μερικές χιλιάδες έτη φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * +… …

    Dictionary of Greek