ἀπέχει

  • 101νήπτης — νήπτης, ὁ (Α) [νήφω] αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος …

    Dictionary of Greek

  • 102νηπτικός — ή, ό (Α νηπτικός, ή, όν) [νήπτης] αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος, σώφρων, συνετός νεοελλ. φρ. α) «νηπτική θεολογία κίνηση και τάση τής ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό περιεχόμενο τής οποίας είναι …

    Dictionary of Greek

  • 103νότιος — ια, ο (ΑΜ νότιος, ία, ον, Α αττ. τ. νότιος, ον, Μ και νοτίος, ίον) [νότος] 1. αυτός που είναι στραμμένος προς τον νότο ή βρίσκεται στον νότο, μεσημβρινός (α. «οἰκημένους δέ Λιβύης ἐπὶ τῇ νοτίῃ θαλάσσῃ», Ηρώνδ. β. «το νότιο δωμάτιο τού σπιτιού… …

    Dictionary of Greek

  • 104οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …

    Dictionary of Greek

  • 105οικουρός — οικουρός, όν (Α) 1. (για σκύλο ή και για πετεινό) αυτός που φυλάει το σπίτι 2. αυτός που μένει στο σπίτι του («οἰκουρὸν γραΐδιον», Πολυδ.) 3. (για άνδρα) αυτός που απέχει από τον πόλεμο, που είναι μακριά από τον αγώνα 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ… …

    Dictionary of Greek

  • 106πάλλας — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 28 Μαρτίου 1802 από τον Όλμπερς. Είναι ένας από τους λαμπρότερους αστεροειδείς, με διάμετρο περίπου 500 χλμ. Η επιφάνειά του έχει περισσότερες ανωμαλίες από εκείνες της Σελήνης. Απέχει από τον Ήλιο 2 …

    Dictionary of Greek

  • 107παξιμάδα — Όνομα μικρών ελληνικών νησιών. 1. Μικρό νησί στο Κρητικό πέλαγος στα βόρεια του κόλπου της Σητείας. Είναι το βορειότερο των Διονυσάδων. 2. Νησί στον δίαυλο μεταξύ των νησιών Σκιάθος και Σκόπελος. Απέχει 1,5 μίλια από τη Σκόπελο. 3. Νησί σε… …

    Dictionary of Greek

  • 108παράλλαξη — (Μαθημ.). Η γωνία που σχηματίζουν οι οπτικές κατευθύνσεις προς ένα ορισμένο αντικείμενο, όταν το παρατηρούμε από δύο διαφορετικά σημεία. Αν γνωρίζουμε την π. και την απόσταση μεταξύ των δύο σημείων παρατήρησης, είναι εύκολο να βρούμε την απόσταση …

    Dictionary of Greek

  • 109παραβίωση — Αντίδραση φάσης του ζωντανού ιστού σε ερέθισμα ορισμένης διάρκειας και ισχύος, με το οποίο καταστέλλονται παροδικά η ερεθιστικότητα, η αγωγιμότητα και οι φυσιολογικές διεργασίες διέγερσης του ιστού. Το φαινόμενο της π. επιδείχθηκε το 1901 από τον …

    Dictionary of Greek

  • 110παρασάγγης — Περσικό μέτρο μήκους, με το οποίο μετρούσαν τις βασιλικές οδούς. Ο όρος π. είναι η εξελληνισμένη περσική λέξη φαρσάνγκ. Ορισμένοι ιστορικοί ερευνητές υποστηρίζουν πως το μήκος του π. δεν ήταν σταθερό και κατά περιόδους ποίκιλλε. Η επικρατέστερη… …

    Dictionary of Greek