1ἀπάτερθεν — ἀπάτερθε apart indeclform (adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2επάτερθεν — ἐπάτερθεν αντὶ ἀπάτερθεν (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπέκεινα» …
Dictionary of Greek