ἀπ' ἀγροῦ

  • 41επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …

    Dictionary of Greek

  • 42εργατίνα — η (Μ ἐργατίνα) η εργάτρια (ιδίως τού αγρού) …

    Dictionary of Greek

  • 43ημιαρούριον — ἡμιαρούριον, το (Α) πάπ. 1. (για έκταση γης) το ήμισυ αρούρας*, το μισό καλλιεργημένου αγρού 2. (ως μέτρο) το προϊόν, η παραγωγή τού ημιαρουρίου («χόρτου ἡμιαρούριον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + αρούριον, υποκορ. τού άρουρα] …

    Dictionary of Greek

  • 44θερμοστρωμνή — η τμήμα εδάφους κήπου ή αγρού προφυλαγμένο από τον βοριά το οποίο θερμαίνεται τεχνητά και χρησιμεύει στη φύτευση και σπορά πρώιμων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + στρωμνή «στρώμα»] …

    Dictionary of Greek

  • 45ιχθυοτροφία — Εκτροφή ψαριών που έχει ως στόχο είτε την παραγωγή αλιευμάτων με προορισμό το εμπόριο είτε τον εμπλουτισμό της ιχθυοπανίδας των εσωτερικών υδάτων. Ο εμπλουτισμός πραγματοποιείται στη θάλασσα ή σε διάφορες λίμνες και ποτάμια με τη διασπορά γόνου… …

    Dictionary of Greek

  • 46κήπευση — η (Μ κήπευσις) [κηπεύω] η καλλιέργεια τού κήπου, η μεταβολή αγρού σε κήπο με ειδική καλλιέργεια νεοελλ. 1. η υλοτομία τών παλαιών ή μισόξερων δένδρων που αποβλέπει στην αραίωση ήμερου, καλλιεργούμενου δάσους 2. η καλλιέργεια άγριων φυτών σε κήπο… …

    Dictionary of Greek

  • 47κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …

    Dictionary of Greek

  • 48καρκαλαμιά — η η καλαμιά θερισμένου αγρού, ο καλαμιώνας …

    Dictionary of Greek

  • 49καταβόσκω — (AM) (για κοπάδι) τρέφομαι από το χόρτο που φύεται στο έδαφος («κῆπον αἴξ ἐμή κατεβοσκήσατο», Λόγγ.) αρχ. 1. (για βοσκό) βόσκω ποίμνια σε κάποιο τόπο («ἐὰν δὲ καταβοσκήσῃ τις ἀγρὸν ἤ ἀμπελῶνα... ἀποτίσει ἐκ τοῡ ἀγροῡ αὐτοῡ κατὰ τὸ γέννημα αὐτοῡ» …

    Dictionary of Greek

  • 50λήιον — λήϊον, δωρ. τ. λᾷιον και λαῑον, τὸ (Α) 1. αθέριστοι καρποί τού αγρού, χωράφι πριν από τον θερισμό, σπαρτά στην ακμή τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῡ σίτου τὸ λήϊον», Αριστοτ.) 2. αγρός σπαρμένος με σιτάρι 3. η λεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFιον… …

    Dictionary of Greek