ἀπ' οὐρανόϑεν προΐαλλεν

  • 1επαλέξω — ἐπαλέξω (Α) 1. βοηθώ, επικουρώ («αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ οὐρανόθεν προΐαλλεν», Ομ. Ιλ.) 2. αποκρούω, απομακρύνω («μὴ ποτ ἐπὶ Τρώεσσιν ἀλεξήσειν κακὸν ἧμαρ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλέξω «προστατεύω»] …

    Dictionary of Greek