ἀοριστ-ία

  • 1επιχαιρεσίκακος — ἐπιχαιρεσίκακος, ον (Α) βλ. επιχαιρέκακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιχαίρω + κακός. Σύνθ. τού τ. τερψίμβροτος. Η μετατροπή τού η τού αοριστ. θ. χαιρησ τού ρ. χαίρω (πρβλ. μέλλ. χαιρήσω, αόρ. εχαίρησα) σε ε οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το χαιρέκακος) …

    Dictionary of Greek

  • 2σίαλο — και σίελο, το / σίαλον και σίελον, ΝΜΑ το σάλιο αρχ. ιξώδες και κολλώδες υγρό στις αρθρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σι τού αοριστ. τ. που παραδίδει ο Ησύχ. σίαἱ πτύσαι (πρβλ. πτύω / φτύνω) + επίθημα αλον (πρβλ. πέτ αλον, πτύ αλον). Πρόκειται για… …

    Dictionary of Greek

  • 3κατακάθομαι — κατακάθομαι, κατακάθισα βλ. πίν. 160 Σημειώσεις: κατακάθομαι : για τον αόριστ. σε ισα δες σημείωση καθίζω – κάθομαι …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής