ἀξιώσεις

  • 61παρακαλώ — έω και άω / παρακαλῶ, έω, ΝΜΑ 1. ζητώ ικετευτικά και επίμονα από κάποιον να κάνει κάτι για χάρη μου, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, διατυπώνω παράκληση («μη, παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου», Οδ. Ελύτης) 2. απευθύνω δέηση, ικεσία στον Θεό… …

    Dictionary of Greek

  • 62παρακαταβάλλω — Α 1. ρίχνω κάτω, καταθέτω κάτι πλησίον, ξεφορτώνω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι 2. (ως δικανικός όρος) εγείρω ιδιαίτερες αξιώσεις σχετικά με κληρονομιά ή με περιουσία, η οποία δημεύθηκε ή κηρύχθηκε επίδικη καταθέτοντας ταυτόχρονα ένα ποσό χρημάτων… …

    Dictionary of Greek

  • 63παρακαταβολή — ἡ, Α [παρακαταβάλλω] 1. (αττ. δίκ.) χρηματικό ποσό που καταβαλλόταν κατά την αθηναϊκή νομοθεσία στο αρχείον* από τον ενάγοντα που πρόβαλλε αξιώσεις, προτού αρχίσει η διεξαγωγή μιας κληρονομικής δίκης, ποσό που πιθανώς ήταν ίσο με το ένα δέκατο… …

    Dictionary of Greek

  • 64παραφορτώνω — 1. βάζω υπερβολικό φορτίο, φορτώνω περισσότερο από όσο πρέπει, υπερφορτώνω 2. μτφ. επιβαρύνω κάποιον με υπερβολική εργασία, με πάρα πολλές φροντίδες 3. μέσ. παραφορτώνομαι μτφ. ενοχλώ κάποιον με συχνές παρακλήσεις ή με υπερβολικές αξιώσεις,… …

    Dictionary of Greek

  • 65παρεπισπώμαι — άομαι, Α 1. σέρνω κάτι προς τον εαυτό μου, επισύρω, εφέλκω 2. εγείρω αξιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐπισπῶ «σέρνω προς το μέρος μου»] …

    Dictionary of Greek

  • 66πληθωρισμός — Αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, όταν στην αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί δεν επιφέρει μεταβολή προς την ίδια κατεύθυνση του όγκου της παραγωγής. Λέγεται νομισματικός π. όταν η αύξηση αυτή οφείλεται σε υπερβολική προσφορά… …

    Dictionary of Greek

  • 67πολιτική — Στην κοινή γλώσσα η λέξη π. έχει δύο έννοιες: μια γενική και μια ειδική. Στη γενική της έννοια σημαίνει, περίπου, γραμμή συμπεριφοράς, και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τις μορφές ενέργειας ενός ή πολλών ανθρώπων, κατά σχετικά σταθερό τρόπο,… …

    Dictionary of Greek

  • 68προαπαιτώ — προαπαιτῶ, έω, ΝΑ απαιτώ εκ τών προτέρων, προβάλλω αξιώσεις προκαταβολικά …

    Dictionary of Greek

  • 69προσποιητικός — ή, όν, Α [προσποιητός] 1. αυτός που προσποιείται, που υποκρίνεται («προσποιητικὸς ἀνδρείας», Αριστοτ.) 2. αυτός που εγείρει αξιώσεις …

    Dictionary of Greek

  • 70πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… …

    Dictionary of Greek