ἀξιώσεις

  • 21έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …

    Dictionary of Greek

  • 22αβαρία — Ζημιά πλοίου, είτε του ίδιου είτε του φορτίου του, στη διάρκεια του πλου του. Με ειδική νομοθεσία ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με την α. Για να αποφευχθεί o αθέμιτος πλουτισμός σε βάρος εκείνων που διέτρεξαν τον κίνδυνο και υπέστησαν την… …

    Dictionary of Greek

  • 23αμανές — ο 1. αργό ανατολίτικο τραγούδι, στο οποίο επαναλαμβάνεται συχνά το επιφώνημα αμάν 2. φρ. «τόν πήρε ψηλά τον αμανέ», έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, νομίζει ότι μπορεί να έχει υπερβολικές αξιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. emane] …

    Dictionary of Greek

  • 24ανθαιρούμαι — ἀνθαιροῡμαι ( έομαι) (Α) 1. προτιμώ κάποιον ή κάτι από κάποιον άλλο, προκρίνω 2. εκλέγω, διορίζω κάποιον στη θέση άλλου 3. διεκδικώ, προβάλλω αξιώσεις …

    Dictionary of Greek

  • 25αντιποιώ — ( έω) (Α) 1. ανταποδίδω κάποια πράξη, κάνω και εγώ 2. μέσ. α) επιδιώκω, επιζητώ κάτι β) εγείρω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ από κάποιον, προβάλλω δικαιώματα γ) καυχώμαι ότι γνωρίζω κάτι δ) ενεργώ σαν αντίπαλος, είμαι αντίπαλος ε) έχω κάποιον τόπο… …

    Dictionary of Greek

  • 26απελεύθερος — O δούλος που γινόταν ελεύθερος κατά την αρχαιότητα. Στην αρχαία Αθήνα, ένας δούλος μπορούσε να απελευθερωθεί από την ίδια την πολιτεία, από τον κύριό του ή με διαθήκη του τελευταίου και, τέλος, εξαγοράζοντας o ίδιος την ελευθερία του. Στη νέα του …

    Dictionary of Greek

  • 27απολέγω — κ. λέω (AM ἀπολέγω) μσν. νεοελλ. 1. αναιρώ, ανακαλώ αυτά που είπα 2. τελειώνω τον λόγο μου αρχ. Ι. 1. διαλέγω καί παίρνω από ένα σύνολο 2. εκλέγω, επιλέγω 3. επιλέγω για να απορρίψω 4. αρνούμαι, απαγορεύω II. ( ομαι) 1. δεν δέχομαι κάποια… …

    Dictionary of Greek

  • 28απρόφταστος — κ. φθαστος, η, ο 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να προφτάσει 2. αυτός που δεν τον προφθάνει κανείς στις αξιώσεις του, απαιτητικός πολυδάπανος 3. εκείνος τον οποίο δεν πρόλαβε κανείς να βοηθήσει ή να σώσει …

    Dictionary of Greek

  • 29ασφάλιση — η (Μ ἀσφάλισις) εξασφάλιση, ασφάλεια, σιγουριά νεοελλ. 1. η ένωση προσώπων που είναι εκτεθειμένα σε ομοειδείς κινδύνους και έχουν αυτοτελείς αμοιβαίες αξιώσεις για ασφαλιστική παροχή …

    Dictionary of Greek

  • 30αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …

    Dictionary of Greek