ἀξιώσεις

  • 121Πόλα — (σερβοκροατικά Pula, ιταλικά Pola). Πόλη της Κροατίας, χτισμένη στο νότιο άκρο της χερσονήσου της Iστρίας. Είναι γνωστή για τα σημαντικά ρωμαϊκά μνημεία της και είναι συνδεμένη με την ελληνική ιστορία από τους επανειλημμένους ελληνικούς… …

    Dictionary of Greek

  • 122Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …

    Dictionary of Greek

  • 123Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …

    Dictionary of Greek

  • 124Ρίγκαν, Ρόναλντ — (Ρέιγκαν Reagan, 1911 –) Πρόεδρος των HΠA (1981 1989), ηθοποιός κινηματογράφου. Γεννήθηκε στο Ταμπίκο του Ιλλινόις το 1911. Μετά τις βασικές σπουδές του εργάστηκε σε ραδιοφωνικό σταθμό ως εκφωνητής αθλητικών εκδηλώσεων και το 1937 εμφανίστηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 125Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 126Σαμίσο, Αντελμπερτ φον — (Chamisso). Γερμανός ποιητής γαλλικής καταγωγής (Πύργος ντε Μπονκούρ, Καμπανία 1781 Βερολίνο 1838). Κατάφυγε στη Γερμανία, μαζί με την οικογένεια του, μετά το 1789 και μεγάλωσε στην πρωσική αυλή· το 1806 εγκατάλειψε τη στρατιωτική σταδιοδρομία… …

    Dictionary of Greek

  • 127Σαπιέντζα — Μικρό ακατοίκητο νησί που βρίσκεται ανάμεσα στη Μεθώνη και στο ακρωτήριο Ακρίτας της ΝΔ. Πελοποννήσου (Μεσσηνία) και είναι το μεγαλύτερο από τη συστάδα των Οινουσών. Έχει έκταση 9,10 τετρ. χλμ. και το έδαφός του είναι άγονο και καλύπτεται κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 128Στανίσλαος — Όνομα δύο Πολωνών βασιλιάδων. 1. Σ. ο A’ Λεντζίσκι (1677 1766). Ανέβηκε στο θρόνο, ύστερα από αξίωση του Κάρολου IB’ της Σουηδίας. Μετά την ήττα όμως του τελευταίου στην Πολτάβα εξαναγκάστηκε σε παραίτηση και κατάφυγε στη Σουηδία. Αργότερα, και… …

    Dictionary of Greek