ἀν-ήιον
1ἤιον — ἤϊον , ἀίω 1 perceive imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἤϊον , ἀίω 1 perceive imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) ἤϊον , εἶμι ibo imperf ind act 3rd pl (epic ionic) ἤιος masc acc sg …
2Ἤιον — Ἤϊον , Ἠϊών masc voc sg …
3Ἠιόν' — Ἠϊόνα , Ἠϊών masc acc sg Ἠϊόνι , Ἠϊών masc dat sg Ἠϊόνε , Ἠϊών masc nom/voc/acc dual Ἠιόνᾱͅ , Ἠιόνη fem dat sg (doric aeolic) …
4ἠιόν' — ἠιόνα , ἠιών shore fem acc sg (attic) ἠιόνι , ἠιών shore fem dat sg (attic) ἠιόνε , ἠιών shore fem nom/voc/acc dual (attic) …
5λαισήιον — λαισήιον, τὸ (Α) είδος μικρής ελαφριάς δερμάτινης ασπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ήιον, που χαρακτηρίζει ονομ. σκευών (πρβλ. χαλκ ήιον), και συνδέεται πιθ. με τη λ. λάσιος*. Κατ άλλους, πρόκειται για δάνεια λ.… …
6παρήϊον — τὸ, Α 1. παρειά, μάγουλο 2. (για άλογα) κόσμημα στα πλάγια τού χαλιναριού το οποίο κάλυπτε τις παρειές, παραγναθίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειά* «μάγουλο» + επίθημα ήϊον (πρβλ. πρυταν ήϊον)] …
7πριαπήϊον — το, Α 1. το φυτό σατύριον* 2. το φυτό ίον, ο μενεξές ή βιολέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαπος + κατάλ. ήϊον (αντί ειον), ουδ. τού επιθ. πριάπειος (πρβλ. μνημ ήϊον)] …
8χραισμήϊον — τὸ, Α μέσο βοήθειας ή θεραπείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χραίσμη «προστασία, βοήθεια» + κατάλ. ήϊον, ουδ. τής κατάλ. ήϊος (πρβλ. ἱερ ήϊον)] …
9НАВИГАЦИЯ — • Navigatio, ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… …
10κρείον — κρεῑον, ιων. τ. κρήϊον, τὸ (Α) 1. τραπέζι ή σανίδα πάνω στην οποία κοβόταν και παρασκευαζόταν το κρέας 2. κρέας 3. είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *κρέ ειον (< θ. κρε τού κρέας) με υφαίρεση. Ο τ. κρήϊον, που απαντά στον Ησύχ.,… …
- 1
- 2