ἀν-έκδοτος
1ἔκδοτος — given up masc/fem nom sg …
2έκδοτος — η, ο (AM ἔκδοτος, ον) μσν. νεοελλ. ο παραδομένος στα πάθη, ο ακόλαστος αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που παραδόθηκε 2. προδομένος 3. (για γυναίκα) αυτή που δόθηκε σε γάμο 4. αυτός που περιέρχεται στη διάθεση κάποιου …
3έκδοτος — η, ο ο παραδομένος σε κάτι, ιδίως σε ηδονές, διεφθαρμένος, ακόλαστος, έκφυλος: Ζει έκδοτη ζωή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐκδότω — ἔκδοτος given up masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔκδοτος given up masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἐκδίδωμι give up aor imperat act 3rd sg ἐκδότης one who farms out contracts masc gen sg (attic epic ionic) …
5ἐκδότως — ἔκδοτος given up adverbial ἔκδοτος given up masc/fem acc pl (doric) …
6ἔκδοτον — ἔκδοτος given up masc/fem acc sg ἔκδοτος given up neut nom/voc/acc sg ἐκδίδωμι give up aor imperat act 2nd dual ἐκδίδωμι give up aor ind act 2nd dual (homeric ionic) …
7ἐκδότους — ἔκδοτος given up masc/fem acc pl …
8ἔκδοτα — ἔκδοτος given up neut nom/voc/acc pl …
9ἔκδοτε — ἔκδοτος given up masc/fem voc sg ἐκδίδωμι give up aor imperat act 2nd pl ἐκδίδωμι give up aor ind act 2nd pl (epic) ἐκδίδωμι give up aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …
10ἔκδοτοι — ἔκδοτος given up masc/fem nom/voc pl …