ἀν-έγκλητος
1έγκλητος — ἔγκλητος, ον (AM) εκείνος εναντίον τού οποίου έχει υποβληθεί μήνυση μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἔγκλητος 1. έφεση 2. καταγγελία 3. κατηγορία …
2ἔγκλητος — liable to a charge masc/fem nom sg …
3ἐγκλήτως — ἔγκλητος liable to a charge adverbial ἔγκλητος liable to a charge masc/fem acc pl (doric) …
4ἔγκλητον — ἔγκλητος liable to a charge masc/fem acc sg ἔγκλητος liable to a charge neut nom/voc/acc sg ἐγκλάω thwart pres imperat act 2nd dual ἐγκλάω thwart pres ind act 3rd dual ἐγκλάω thwart pres ind act 2nd dual ἐγκλάω thwart imperf ind act 2nd dual… …
5ἔγκλητα — ἔγκλητος liable to a charge neut nom/voc/acc pl …
6ἔγκλητοι — ἔγκλητος liable to a charge masc/fem nom/voc pl …
7πανέγκλητος — ον, Α (για τον Άρειο) αυτός που όλοι τόν κατηγορούν, που από όλους δέχεται κατηγορίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + έγκλητος (< ἐγκαλῶ «απαιτώ δικαστικώς, μηνύω»), πρβλ. αν έγκλητος] …