ἀν-έγερτος
1εγερτός — ἐγερτός, ή, όν (Α) (ύπνος) εγέρσιμος …
2ἐγερτός — masc nom sg …
3ἐγερτόν — ἐγερτός masc acc sg ἐγερτός neut nom/voc/acc sg …
4ἐγερτῶ — ἐγερτός masc/neut gen sg (doric aeolic) …
5κλινέγερτος — κλινέγερτος, ον (Μ) αυτός που σηκώνεται από το κρεβάτι, από τον ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + ἐγερτός (< ἐγείρω «σηκώνω»)] …