ἀν-έγγυος
1έγγυος — ἔγγυος, ον (Α) 1. εγγυημένος, εξασφαλισμένος 2. ασφαλής 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγγυος ο εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Το έγγυος ως επίθ. «εγγυημένος» προήλθε ίσως κατ απόσπαση από μεταγενέστερα σύνθετα, εκτός αν θεωρηθεί και αυτό (όπως και το ουσ. έγγυος… …
2ἔγγυος — secured masc/fem nom sg …
3ἔγγυον — ἔγγυος secured masc/fem acc sg ἔγγυος secured neut nom/voc/acc sg …
4ἐγγυώτερα — ἔγγυος secured neut nom/voc/acc comp pl …
5ἐγγύου — ἔγγυος secured masc/fem/neut gen sg …
6ἐγγύους — ἔγγυος secured masc/fem acc pl …
7ἐγγύων — ἔγγυος secured masc/fem/neut gen pl ἐγγυάω give imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐγγυάω give imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
8ἔγγυα — ἔγγυος secured neut nom/voc/acc pl …
9μεσέγγυος — ο (Α μεσέγγυος) ο μεσεγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + εγγυος (< ἐγγύη), πρβλ. εχ έγγυος, φερ έγγυος] …
10εγγύη — ἐγγύη, η (AM) ό,τι δίνεται ως ενέχυρο, εγγύηση ή ασφάλεια αρχ. 1. συνεκδ. αυτό που καταβάλλεται ως εγγύηση 2. μνηστεία στην Αθήνα κατά την οποία ο πατέρας τής νύφης τήν έδινε στον γαμπρό μπροστά σε μάρτυρες 3. (κατά τον Ησύχιο) «σημεῑον ἐν… …