ἀν-οίκτιστος
1οίκτιστος — οἴκτιστος, ίστη, ον (Α) 1. άξιος πολύ μεγάλου οίκτου, πάρα πολύ αξιοθρήνητος («οἰκτίστοις ἐλέγοισιν ὀδύρεται», Απολλ. Ρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οἴκτιστα με πάρα πολύ οίκτο. επίρρ... οἰκτίστως (Α) με οίκτιστο τρόπο, με πάρα πολύ οίκτο.… …
2οἴκτιστος — most pitiable masc nom sg …
3οἰκτίστως — οἴκτιστος most pitiable adverbial οἴκτιστος most pitiable masc acc pl (doric) …
4οἴκτιστον — οἴκτιστος most pitiable masc acc sg οἴκτιστος most pitiable neut nom/voc/acc sg …
5οἰκτίσταις — οἴκτιστος most pitiable fem dat pl …
6οἰκτίστη — οἴκτιστος most pitiable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
7οἰκτίστην — οἴκτιστος most pitiable fem acc sg (attic epic ionic) …
8οἰκτίστης — οἴκτιστος most pitiable fem gen sg (attic epic ionic) …
9οἰκτίστοις — οἴκτιστος most pitiable masc/neut dat pl …
10οἰκτίστου — οἴκτιστος most pitiable masc/neut gen sg …
- 1
- 2