ἀν-ορύσσω
1ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… …
2ὀρύσσω — ὀρύ̱σσω , ὀρύσσω dig pres subj act 1st sg ὀρύ̱σσω , ὀρύσσω dig pres ind act 1st sg …
3ορύσσω — όρυξα, ορύχτηκα, ορυγμένος, ανοίγω με σκάψιμο, σκάβω: Ορύσσω τάφρο, υπόνομο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὀρωρυγμένα — ὀρύσσω dig perf part mp neut nom/voc/acc pl ὀρωρυγμένᾱ , ὀρύσσω dig perf part mp fem nom/voc/acc dual ὀρωρυγμένᾱ , ὀρύσσω dig perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ὀρωρυγμέναι — ὀρύσσω dig perf part mp fem nom/voc pl ὀρωρυγμένᾱͅ , ὀρύσσω dig perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …
6ὀρωρυγμένον — ὀρύσσω dig perf part mp masc acc sg ὀρύσσω dig perf part mp neut nom/voc/acc sg …
7ὀρωρυγμέναις — ὀρύσσω dig perf part mp fem dat pl …
8ὀρωρυγμένη — ὀρύσσω dig perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
9ὀρωρυγμένης — ὀρύσσω dig perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) …
10ὀρωρυγμένοι — ὀρύσσω dig perf part mp masc nom/voc pl …