ἀν-επιτίμητος
1επιτιμητός — ἐπιτιμητός, ή, όν (Α) πάπ. ο άξιος επίτιμηματος*, ποινής, τιμωρίας ή, κατ’ άλλη ερμηνεία, ο φιλοκατήγορος, ο επιτιμητής …
2ἐπιτιμητοῦ — ἐπιτῑμητοῦ , ἐπιτιμητής estimator masc gen sg ἐπιτιμητός liable to penalties masc/fem/neut gen sg …