ἀν-αίρετος
1αἱρετός — that may be taken masc nom sg …
2αιρετός — ή, ό (Α αἱρετός, ή, ὸν) Α. [< αἱροῡμαι] 1. αυτός που εκλέγεται ή έχει εκλεγεί κατόπιν ψηφοφορίας (σε αντίθεση προς τον κληρωτό ή τον διορισμένο) 2. αυτός που αξίζει ή δικαιούται να εκλεγεί, ο εκλέξιμος αρχ. 1. αυτός που προτιμά κανείς,… …
3αιρετός — ή, ό αυτός που παίρνει κάποιο αξίωμα με εκλογή και όχι με διορισμό ή κληρονομικό δικαίωμα: Οι δήμαρχοι είναι άρχοντες αιρετοί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4αἱρετώτερον — αἱρετός that may be taken adverbial comp αἱρετός that may be taken masc acc comp sg αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc comp sg …
5αἱρετωτέραις — αἱρετός that may be taken fem dat comp pl αἱρετωτέρᾱͅς , αἱρετός that may be taken fem dat comp pl (attic) …
6αἱρετωτέρων — αἱρετός that may be taken fem gen comp pl αἱρετός that may be taken masc/neut gen comp pl …
7αἱρετόν — αἱρετός that may be taken masc acc sg αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc sg …
8αἱρετώτατον — αἱρετός that may be taken masc acc superl sg αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc superl sg …
9αἱρετοῖς — αἱρετός that may be taken masc/neut dat pl …
10αἱρετοῖσιν — αἱρετός that may be taken masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …