ἀν-αμάρτητος
1πολυαμάρτητος — ον, ΜΑ αυτός που υπέπεσε σε πολλές αμαρτίες, ο πολύ αμαρτωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἁμαρτάνω (πρβλ. αν αμάρτητος, δυσ αμάρτητος)] …
2φιλαμάρτητος — ον, Α φιλαμαρτήμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αμάρτητος (< ἁμαρτάνω), πρβλ. ἀν αμάρτητος] …
3εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …
4ολιγαμάρτητος — ὀλιγαμάρτητος και ὀλιγοαμάρτητος, ον (Μ) αυτός που έχει λίγες αμαρτίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ἁμαρτάνω, πρβλ. φιλ αμάρτητος] …
5πανθαμάρτητος — και πανταμάρτητος, ον, Α πάρα πολύ αμαρτωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ἁμαρτάνω (πρβλ. δυσ αμάρτητος)] …