ἀν-άρσιος
1ἄρσιος — fitting masc/fem nom sg ἄρσις raising fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἄρσος neut gen sg (doric) …
2ἀρσίως — ἄρσιος fitting adverbial ἄρσιος fitting masc/fem acc pl (doric) …
3ἄρσιον — ἄρσιος fitting masc/fem acc sg ἄρσιος fitting neut nom/voc/acc sg …
4ἀρσίου — ἄρσιος fitting masc/fem/neut gen sg …
5ἀρσίων — ἄρσιος fitting masc/fem/neut gen pl ἄρσις raising fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἄρσος neut gen pl (doric) …
6ανάρσιος — ἀνάρσιος, ον (Α) 1. ανάρμοστος, άτοπος 2. (για ανθρώπους) εχθρικός, αντίπαλος 3. (για γεγονότα) δυσχερής, παράδοξος, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + άρσιος αντί άρτιος «αρμόζων, πρέπων, κατάλληλος» με συριστικοποίηση τού τ ] …
7μετάρσιος — α, ο (ΑΜ μετάρσιος, ον, θηλ. και α, Α δωρ. τ. πεδάρσιος, ον) αυτός που αιωρείται ψηλά στον αέρα, αυτός που έχει υψωθεί πάνω από το έδαφος («ἐσπᾱτο γὰρ πέδονδε καἰ μετάρσιος», Σοφ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τo μετάρσιον ο εξώστης, το μπαλκόνι αρχ. 1.… …
8πρόσαρσις — άρσεως, ἡ, και ιων. τ. γεν. άρσιος, Α [προσαίρω] 1. η λήψη τροφής («περὶ μὲν οὖν ῥυφήματος προσάρσιος οὕτω γιγνώσκω», Ιπποκρ.) 2. (κατά τον Ερωτιαν.) «πρόσαρσις προ(σ)φορά» …