ἀνᾱλωτικός
1αναλωτικός — ή, ό (Α ἀναλωτικός, ή, όν) [ἀναλωτής] αυτός που προκαλεί δαπάνες, δαπανηρός, πολυδάπανος νεοελλ. αυτός που καταναλίσκει, καταναλωτικός, αγοραστικός …
2ἀναλωτικός — ἀνᾱλωτικός , ἀναλωτικός expensive masc nom sg …
3ἀναλωτικά — ἀνᾱλωτικά , ἀναλωτικός expensive neut nom/voc/acc pl ἀνᾱλωτικά̱ , ἀναλωτικός expensive fem nom/voc/acc dual ἀνᾱλωτικά̱ , ἀναλωτικός expensive fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4ἀναλωτικῶν — ἀνᾱλωτικῶν , ἀναλωτικός expensive fem gen pl ἀνᾱλωτικῶν , ἀναλωτικός expensive masc/neut gen pl …
5ἀναλωτικόν — ἀνᾱλωτικόν , ἀναλωτικός expensive masc acc sg ἀνᾱλωτικόν , ἀναλωτικός expensive neut nom/voc/acc sg …
6ἀναλωτικώτατον — ἀνᾱλωτικώτατον , ἀναλωτικός expensive masc acc superl sg ἀνᾱλωτικώτατον , ἀναλωτικός expensive neut nom/voc/acc superl sg …
7αναλωτής — ο (Α ἀναλωτής) αυτός που δαπανά, που ξοδεύει, που καταναλίσκει νεοελλ. αγοραστής, καταναλωτής, πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλίσκω. ΠΑΡ. αναλωτικός] …
8ἀναλωτικαί — ἀνᾱλωτικαί , ἀναλωτικός expensive fem nom/voc pl …
9ἀναλωτικοί — ἀνᾱλωτικοί , ἀναλωτικός expensive masc nom/voc pl …
10ἀναλωτικοῦ — ἀνᾱλωτικοῦ , ἀναλωτικός expensive masc/neut gen sg …
- 1
- 2