ἀνώ-φοιτος

  • 1ανώφοιτος — ἀνώφοιτος, ον (Α) (για τον αέρα και τη φωτιά) αυτός που κατευθύνεται προς τα επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνω + φοιτος < φοιτώ] …

    Dictionary of Greek